- καλλιεργητικά
- τα издержки на обработку земли, стоимость обработки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιεργητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιέργεια (α.. «καλλιεργητικά εργαλεία» β. «καλλιεργητικά δάνεια») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλλιεργητικά τα έξοδα που απαιτούνται για την καλλιέργεια κάποιας έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργητής.… … Dictionary of Greek
καλλιεργητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην καλλιέργεια: Αγόρασα μερικά καλλιεργητικά μηχανήματα. 2. το ουδ., καλλιεργητικά ως ουσ., σημαίνει τα έξοδα της καλλιέργειας: Πλήρωσα και τα καλλιεργητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek